Το «μπλε» στα κενά της «πράσινης» ανάπτυξης.
Της Κατερίνας Παπακώστα
Βουλευτής ΝΔ Π.Ε. Τρικάλων
Σε μία ακόμα επιβεβαίωση της συγχρονικότητας, γινόμαστε το τελευταίο διάστημα θεατές και συμμέτοχοι στην αλληλεπίδραση μεταξύ της αναπτυσσόμενης «πράσινης» ρητορικής και της αναπόφευκτης αντίδρασης του αγροτικού κόσμου, που «αλλεργικά» σχεδόν πλέον προσπαθεί να αποβάλει κάθε νέα αλλαγή.
Κι αυτή είναι μία συνθήκη γνώριμη, όχι μόνο για τα ελληνικά, αλλά και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η οποία συνδέεται άρρηκτα με κάθε τομή που εισάγεται στα εθνικά νομοθετήματα, με στόχο να συμπληρώσει την ενωσιακή προσπάθεια ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού. Αντίστοιχα γνώριμη όμως, είναι και η συνθήκη που θέλει τα…λιμνάζοντα νερά να αναπτύσσουν παθογόνες μορφές ζωής, με καταστροφικές συνήθως συνέπειες. Κι αυτό, ο αγροτικός κόσμος, το γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον.
Το μέλλον του πρωτογενούς τομέα, παρά την επέλαση της τεχνολογικής προόδου και την μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, δεν μπήκε ποτέ σε δεύτερο πλάνο. Ούτε και υποτιμήθηκε ποτέ η συμβολή του στην ανάπτυξη, αλλά και στην ίδια την επιβίωση των ευρωπαϊκών κρατών. Κάθε άλλο, μάλιστα. Παραμένοντας ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων, βιώνει κομβικής σημασίας αλλαγές, που διασφαλίζουν την εξάλειψη των παθογενειών του και την διαρκή αναζωογόνηση και αναβάθμισή του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η μοναδική πολιτική που χαράσσεται από κοινού για όλα τα κράτη της Ένωσης, είναι η αγροτική.
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, αποτέλεσε θεμέλιο λίθο της ενωσιακής συνεργασίας, βασιζόμενη στην αρχή της ενότητας των γεωργικών προϊόντων, αλλά και της χρηματοδοτικής αλληλεγγύης προς ενίσχυση του κλάδου. Η ενεργειακή κρίση, καθώς και οι νέες κλιματολογικές συνθήκες, επέβαλαν την επαναξιολόγηση των στρατηγικών στόχων και, όπως ήταν αναμενόμενο, διατάραξαν τις ισορροπίες του συστήματος. Η αποτελεσματική διαχείριση των φυσικών πόρων, στο πλαίσιο της αειφόρου ανάπτυξης και της βιωσιμότητας, είναι αυτή που πλέον ορίζει την χάραξη κάθε νέας πολιτικής. Κι αυτό δεν αποτελεί βούληση της Ένωσης ή των «ισχυρών» κρατών εντός και εκτός ευρωπαϊκού στερεώματος. Αλλά επιταγή της ίδιας της φύσης.
Οι πράσινες παρεμβάσεις που επιχειρούνται την τελευταία δεκαετία, αναμφίβολα πλήττουν τα συμφέροντα, όχι μόνο των αγροτών, αλλά και άλλων ομάδων. Η εφαρμογή τους όμως είναι μονόδρομος προς την κατεύθυνση της επίτευξης της πολυπόθητης ευρωπαϊκής κλιματικής ουδετερότητας, παρά την πολιτική αντιπαράθεση, αλλά και τις κρίσεις που προκαλούν στην ενδοχώρα των κρατών, οι οποίες με την πάροδο των χρόνων γιγαντώνονται.
Πράγματι, δεν περίμενε κανείς να μιλάμε για μία «αγροτική κρίση» εν έτει 2024. Κι όμως, η Ευρώπη, πλήττεται σε κάθε μήκος και πλάτος από την εξέγερση των αγροτών ενάντια στις προσδοκίες που η πράσινη πολιτική της Ένωσης δημιουργεί γι’αυτούς. Και μάλιστα, σε μία περίοδο που η κλιματική αλλαγή, δοκιμάζει τις άμυνες και την ανθεκτικότητά τους.
Είναι όμως ρεαλιστικά τα αιτήματά τους και εύλογη η αγανάκτηση; Ή μήπως μέσα στον κουρνιαχτό που δημιουργείται, κινδυνεύουμε μαζί με τα ξερά, να κάψουμε και τα χλωρά;
Στην χώρα μας, μόνο η μη εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, θα σήμαινε αυτόματα και την απώλεια ενισχύσεων ύψους 2,8 δις το χρόνο για τους αγρότες, τα οποία μέχρι σήμερα, λαμβάνουν είτε απευθείας από ευρωπαϊκά κονδύλια, είτε μέσω προγραμμάτων του ΟΠΕΚΕΠΕ. Και φυσικά, θα συνεπαγόταν και την εξαίρεση της Ελλάδας από σειρά εμβληματικών προγραμμάτων που αφορούν την ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα στο σύνολό του.
Δεν είναι καθόλου εύκολη απόφαση. Ούτε ακόμα, αν αναλογιστεί κανείς τις αυστηρές προϋποθέσεις που τίθενται ως προαπαιτούμενα για την ενεργοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΚΑΠ 2023-2027, τα οποία αγγίζουν τα 19,3 δις ευρώ.
Το κόστος παραγωγής αυξάνεται, πολλές φορές δυσανάλογα, χωρίς να παρέχονται ταυτόχρονα και οι απαραίτητοι προς εξισορρόπηση, ενισχυτικοί μηχανισμοί. Αυτό ήταν και το εφαλτήριο για την κατάθεση από την ελληνική κυβέρνηση προτάσεων τροποποίησης του πλαισίου που διέπει το ελληνικό Στρατηγικό Σχέδιο ΚΑΠ, στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου.
Τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά τα στενά γεωγραφικά όρια της χώρας μας, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει πως υπάρχει κοινή αντίληψη των δεδομένων και αναγνώριση των αναγκών. Όπως δεν μπορεί κανείς να αναιρέσει κι όσα συντελέστηκαν με στόχο την κάλυψη του κενού που δημιουργήθηκε από την απουσία ευρωπαϊκών μηχανισμών.
Από την μείωση της φορολογίας των αγροτών, την κινητροδότηση για ανάπτυξη συνεταιριστικών σχημάτων, την θεσμοθέτηση της νέας φορολογικής κλίμακας για τους κατ’ επάγγελμα αγρότες, και μία σειρά άλλων μέτρων, καταλήξαμε να έχουμε διοχετεύσει μόνο από τον ΕΛΓΑ σε διάστημα μίας τετραετίας, αποζημιώσεις άνω του 1δις ευρώ.
Κι αυτό συντελέστηκε παράλληλα με την διαχείριση ουκ ολίγων κρίσεων, μεταξύ των οποίων και η πιο πρόσφατη, του Daniel στη Θεσσαλία. Εν μέσω όλων αυτών, παράλληλα με τα έκτακτα μέτρα στήριξης, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, που τέθηκαν σε εφαρμογή, θεσπίστηκαν προγράμματα νέων αγροτών, εκσυγχρονίστηκε ο ΕΛΓΑ, αναδιαρθρώθηκε ο ΟΠΕΚΕΠΕ.
Το σκηνικό μεταβάλλεται διαρκώς. Το ίδιο και οι πολιτικές που σχεδιάζονται. Σε μία χώρα, όμως, που το απαιτητικό «πράσινο» της ανάπτυξης, απορροφήθηκε από το παραγωγικό «μπλε» των λύσεων, που δημιουργήθηκαν για να στηρίξουν την αλλαγή που ερχόταν, είναι προφανές πως η καλλιέργεια μίας κοινά αποδεκτής κι επωφελούς συνεργασίας με τον αγροτικό κλάδο, μπορεί να στηριχθεί μόνο σε όρους σεβασμού της ισόρροπης κοινωνικής, οικονομικής και εμπορικής ζωής. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε από κοινού να αντισταθμίσουμε τις δύσκολες συνέπειες του Green Deal που έρχεται.