Η αναμενόμενη κατά πολλούς αύξηση των περιστατικών βίας, ως συνέπεια των συνθηκών εγκλεισμού της πανδημίας ή των αντίστοιχων οικονομικών επιπτώσεων που προκάλεσε, φαίνεται πως μετατρέπεται σταδιακά σε μία επικίνδυνη κοινωνική παθογένεια, η οποία, δυστυχώς, τείνει να μεταθέσει ακόμα χαμηλότερα τα όρια ηλικίας των παραβατών.
Ήδη από τα 10 έτη τους, οι ανήλικοι θύτες, συμμετέχουν σε πράξεις παραβατικής συμπεριφοράς και βίας, είτε αυτές συντελούνται εντός του σχολικού ή οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είτε εκτός. Τρομακτική, δε, διαπίστωση, αποτελεί το γεγονός πως σε ελάχιστες των περιπτώσεων υφίσταται πραγματικό έρεισμα για την τέλεση της παράνομης πράξης. Προφανώς, και δεν θα προέκυπτε κάποιου είδους νομιμοποίηση αυτής, εάν εντοπίζονταν τα αίτια. Θα καθίστατο, όμως, σίγουρα πιο εύκολη η…δεύτερη ανάγνωση των συνθηκών που οδηγούν στην συμμετοχή, υποκίνηση ή τέλεση παράνομων πράξεων και κατά συνέπεια, πιο αποτελεσματική η αντιμετώπιση τους, είτε σε επίπεδο πρόληψης, είτε σε επίπεδο καταστολής.
Η νεανική παραβατικότητα, δημιουργήθηκε ως συνέπεια της διαχρονικής «επανάστασης» των νέων απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας και κανόνα και ως μέσο επίδειξης της δυναμικής, της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας τους. Με την πάροδο των χρόνων, και παράλληλα με την ανάπτυξη στρεβλών κοινωνικών προτύπων και την χαλάρωση των ηθικών αξιών που προωθείται ακόμα και μέσω της ανήθικης μουσικής κουλτούρας που χαίρει δημοφιλίας, ανάμεσα στους κύκλους των νέων, η κοινωνική αποδοχή έγινε συνώνυμο της ανεξέλεγκτης απελευθέρωσης και της απαξίωσης κάθε ηθικού προτύπου.
Η ίδια η έννοια της ελευθερίας, παρερμηνεύτηκε, στο βαθμό που στη συνείδηση της νεολαίας, ο καθορισμός των ορίων της, μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτοδίκαια και χωρίς μέτρο από κάθε πρόσωπο που θεωρεί πως πλήττονται τα δικαιώματα, που ο ίδιος έχει αναγνωρίσει στον εαυτό του. Με λίγα λόγια, απλώς και μόνον η διαφωνία με την άποψη ενός φυσικού προσώπου, θεωρείται πλέον επαρκής λόγος για τους νεαρούς παραβάτες, να χειροδικήσουν, να απειλήσουν και να προσβάλουν την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια και τη ζωή του προσώπου αυτού.
Έτσι, όποια μορφή κι αν πάρει αυτή η άνευ ορίων επιβολή της «δικαιοσύνης» που επικαλούνται οι θύτες – οπαδική βία, σχολικός εκφοβισμός, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, άναρχη επίθεση εναντίον πολιτών και πάσης φύσεως εγκληματικές ενέργειες – ο θλιβερός απολογισμός βαίνει διαρκώς αυξανόμενος, φωτίζοντας την μέχρι σήμερα αδυναμία συγχρονισμού των μέσων της πολιτείας με την πραγματικότητα.
Πρόκειται άραγε για αποτέλεσμα ελλιπούς ενημέρωσης και εκπαίδευσης; Για συνέπεια των κοινωνικών ανισορροπιών ή της ενδοοικογενειακής αλλοίωσης των σχέσεων; Ή μήπως για αναποτελεσματική εποπτεία και έλεγχο; Στην πραγματικότητα, το τοξικό αυτό φαινόμενο, που δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στα θύματά του, είτε πρόκειται για γυναίκες, ανήλικους, ενήλικες, μορφωμένους ή απαίδευτους πολίτες, γιγαντώθηκε ως συνέπεια όλων των παραπάνω.
Γι’αυτό ακριβώς και επιβάλλεται μία ολιστική προσέγγιση του ζητήματος, αν πραγματικά επιδιώκουμε την αντιμετώπισή του. Δεν μπορούμε πλέον να επιτρέπουμε σε ανήλικους θύτες να εκλαμβάνουν τον σωφρονιστικό και αναπλαστικό χαρακτήρα του ποινικού συστήματος ως ατιμωρισία και χαλαρότητα. Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, όπου η τεχνολογία εισβάλει όχι πάντοτε θετικά στην καθημερινότητα των πολιτών, και τα δικαιώματα του ενός, καταπατούν αυτά του διπλανού του, οφείλουμε να αναπροσαρμόσουμε τους όρους με τους οποίους αντιμετωπίζουμε τους παραβάτες. Να αφαιρέσουμε διαπαντός το δικαίωμα σε κάθε μονάδα ή ομάδα ανθρώπων να παραβιάζουν την ελευθερία των συμπολιτών τους, προκαλώντας τους ανυπολόγιστες βλάβες ή στερώντας τους ακόμα και τη ζωή.
Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ενίσχυση του ρόλου της εκπαίδευσης ως βασικού εργαλείου πρόληψης της εγκληματικότητας, αλλά και της θυματοποίησης, καθώς και με την ουσιαστική συμμετοχή της πολιτείας τόσο ως μέσο πρόληψης, όσο και ως καταστολής. Αυξάνοντας το προσωπικό ασφαλείας, εμπλουτίζοντας τα μέσα ελέγχου & εποπτείας στο φυσικό, αλλά και ψηφιακό περιβάλλον, πολλαπλασιάζοντας τις περιπολίες σε γειτονιές και στους χώρους κοινωνικής αλληλεπίδρασης, δημιουργώντας μηχανισμούς αναφοράς, καταρτίζοντας το προσωπικό των δημόσιων δομών ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των περιστατικών.
Κι όλα αυτά, επιβάλλεται να υλοποιηθούν, αφού πρώτα αναγνωριστεί το μέγεθος και η σοβαρότητα του ζητήματος. Ότι, δηλαδή, η νεανική παραβατικότητα, δεν αφορά μόνο το παρόν. Και δεν αφορά τελικά μόνο τους ανήλικους θύτες του σήμερα. Αλλά και τους ενήλικες εγκληματίες του αύριο. Γι’αυτό και η απειλή πρέπει και θα αντιμετωπιστεί σε κάθε έκφανση και επίπεδό της μέχρι την οριστική εξάλειψή της.
Το χρωστάμε στον τρικαλινό συνάδελφο νομικό, κ. Μερεντίτη, στον άτυχο αστυνομικό, Γιώργο Λυγγερίδη, στην 13χρονη μαθήτρια που βιάστηκε τον περασμένο Οκτώβριο στο προαύλιο του σχολείου της, στον 15χρονο που ξυλοκοπήθηκε από συμμαθητές του στη Ζάκυνθο πριν λίγες μέρες και σε τόσα άλλα θύματα της νεανικής αναλγησίας και επιθετικότητας.