Σε επικίνδυνη κοινωνική παθογένεια εξελίσσεται η νεανική παραβατικότητα, που αναπτύσσεται την τελευταία δεκαετία ως φαινόμενο χωρίς ταξικό, οικονομικό ή άλλο πρόσημο. Κάθε προσπάθεια σκιαγράφησης της «νόσου» οδηγεί σε αδιέξοδο. Κι αυτό γιατί η παραβατικότητα των νέων, μετουσιώθηκε γρήγορα σε τρομακτική εγκληματικότητα χωρίς έρεισμα.
Κι ενώ, η έξαρση των περιστατικών θεωρούνταν αναμενόμενη λόγω των συνθηκών εγκλεισμού της πανδημίας, ή της οικονομικής δυσχέρειας, η «ωρίμανση» του φαινομένου ουδόλως σχετίζεται πλέον με αυτές τις αιτίες, γεγονός που αποδεικνύεται από τη διαμόρφωση πολλαπλών νέων εκφάνσεων της νεανικής εγκληματικότητας.
Μοναδικός κοινός παρονομαστής το κίνητρο: η αυτοπροβολή ή άλλως «φλεξάρισμα» των παραβατικών και ανήθικων συμπεριφορών ή ακόμα και παράνομων πράξεων – μία οδυνηρή μετεξέλιξη της διαχρονικής «επανάστασης» των νέων απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας.
Η κοινωνική αποδοχή και καταξίωση στις τάξεις των ανηλίκων έγινε συνώνυμο της ανεξέλεγκτης απελευθέρωσης, της απαξίωσης κάθε ηθικού προτύπου, ακόμα και της εργαλειοποίησης των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας για την τέλεση παράνομων πράξεων.
Η νομοθετική ευαισθησία των ευνομούμενων κρατών απέναντι στους ανήλικους θύτες, εκλαμβάνεται ως ατιμωρησία και χαλαρότητα. Οπαδική βία, σχολικός εκφοβισμός, άναρχες επιθέσεις εναντίον αθώων, βιασμοί και προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, έξαρση της νεανικής εγκληματικότητας και καλλιέργεια μίας επιθετικής κουλτούρας που δεν γνωρίζει όρια και φραγμούς.
Δαιδαλώδεις διακλαδώσεις, που επιβάλλουν την ανάληψη συντονισμένων και πολύμορφων δράσεων τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και σε επίπεδο καταστολής. Δεν πρόκειται όμως για στοίχημα που η πολιτεία πρέπει να κερδίσει. Ούτε για πρόκληση που πρέπει να αποδεχτεί. Αλλά για μία απειλή που δεν αφορά μόνο το σήμερα, καθώς διαμορφώνει τους όρους και το μέγεθος της ενήλικης παραβατικότητας που θα ακολουθήσει.
H κοινωνία κατέληξε να αναθρέφει παραβάτες του παρόντος, τα ηλικιακά όρια των οποίων βαίνουν διαρκώς μειούμενα, και εγκληματίες του μέλλοντος. Κι αυτή είναι μία συνθήκη, που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπ’όψιν, ώστε να μην αρκεστούμε στην αυστηροποίηση των μέτρων αστυνόμευσης και εποπτείας, ως μέσα καταστολής.
Η ενίσχυση του ρόλου της εκπαίδευσης στον καθορισμό των ορίων, την συμφιλίωση με τις έννοιες της ηθικής και σύννομης συμπεριφοράς, αλλά και η ενημέρωση της μαθητικής κοινότητας προς αποφυγή της θυματοποίησης, είναι επιβεβλημένη. Όπως και η διαμόρφωση από την πολιτεία, ενός περιβάλλοντος που θα λειτουργεί σε συνθήκες ασφάλειας και αποδοχής.
Η καλλιέργεια προκαταλήψεων, στερεοτύπων, ξενοφοβίας, εθνικισμού και άλλων παθογόνων συμπεριφορών, που προκαλούν κοινωνική ανισότητα και κατ’επέκταση αποκλεισμό, δεν συμπλέουν με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε τις κοινωνικές προσλαμβάνουσες και να θωρακίσουμε αποτελεσματικά την παιδικότητα, την εφηβεία και την υγιή ανάπτυξη των προσωπικοτήτων, μέσα σε ένα ισόρροπο και ασφαλές πραγματικό και ψηφιακό περιβάλλον.
Έτσι, εκτός από την ενίσχυση της φυσικής αστυνόμευσης στις γειτονιές, την εποπτεία και την αυτεπάγγελτη παρέμβαση σε απειλές τους διαδικτύου, η κυβερνητική πολιτική εντάσσει πλέον ως προτεραιότητα και την ψυχοκοινωνική υποστήριξη, τον εμπλουτισμό των ενημερωτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων κατάρτισης του εξειδικευμένου προσωπικού, την ενίσχυση των δομών ψυχικής υγείας, αλλά και των κατά τόπους σημείων αναφοράς και καταγγελίας των περιστατικών. Οι ορίζοντες διευρύνονται αισθητά, και επιχειρείται μία τολμηρή αντιστροφή των ρόλων, ώστε να κινητροδοτηθεί ξανά η νέα γενιά να διοχετεύσει την ενέργεια σε σύννομες, δημιουργικές, παραγωγικές και επωφελείς για την πρόοδο και της υγιή α