Το να επιδίδονται τα ακραία κόμματα, κάθε πλευράς του πολιτικού συστήματος, σε κρεσέντο κινδυνολογίας, καταστροφής και ψευδοπατριωτικών συναισθημάτων, πομπώδους ρητορικής και φύσης, όταν το ελληνοτουρκικό τίθεται επί τάπητος, δεν κομίζει κάτι νέο στην πολιτική ζωή του τόπου. Θα έλεγε μάλλον κανείς ότι αποτελεί τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Ανεύθυνη μεν, συνήθη δε. Και γιατί ανεύθυνη; Γιατί αντικατοπτρίζει μια στάση που αμφιταλαντεύεται μεταξύ της απαίτησης για αυστηρή κριτική των κυβερνητικών δράσεων και της προδιάθεσης για κεφαλαιοποίηση του λαϊκού συναισθήματος, συχνά εις βάρος μιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής.
Το νέο, ωστόσο, που εκδηλώνεται σε αυτήν τη φάση του ελληνοτουρκικού διαλόγου και κάνει την «κριτική» να διαφέρει από παλαιότερα, είναι ότι αυτήν τη φορά κανείς δεν έψαξε να βρει ούτε καν ένα πρόσχημα, μια ψευδοεπιστημονική θεώρηση που να απαντά στη δήθεν εθνική μειοδοσία, αφήνοντάς μας όλους ενεούς να αναρωτιόμαστε «γιατί κατηγορούμεθα». Σήμερα μας ψέγουν απλά και μόνο γιατί συζητάμε. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: Δεν θα έπρεπε;
Σε μια απορία που φαντάζει μάλλον «νηπιακή», η αυθόρμητη απάντηση γεννά μια ακόμη πιο σπουδαία ερώτηση. Δεν το ξέρουν; Δεν γνωρίζουν ότι δύο γείτονες χώρες, χώρες σύμμαχοι στην ευρωατλαντική συμμαχία οφείλουν να μιλάνε; Δεν γνωρίζουν ότι το «κάψιμο των γεφυρών» στις διεθνείς σχέσεις έχει ιστορικά ολέθρια αποτελέσματα; Και εδώ έχουμε δύο αντίθετες πιθανές απαντήσεις, που καταλήγουν ωστόσο στο ίδιο κοινό συμπέρασμα.
Είτε δεν το γνωρίζουν κι αυτή τους η ασύγγνωστη άγνοια είναι επικίνδυνη για τα εθνικά συμφέροντα και την εθνική μας ασφάλεια είτε το γνωρίζουν και η αντιπολιτευτική τους μανία να ικανοποιήσουν το εκλογικό τους κοινό εις βάρος της χώρας τούς γεννά «παραφροσύνη».
Και τα δυο, ωστόσο, συντείνουν σε ένα και μόνο κοινό συμπέρασμα: Ευτυχώς στη διακυβέρνηση της χώρας, σε μια καμπή τεκτονικών γεωπολιτικών αλλαγών, στο τιμόνι της χώρας βρίσκεται η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Και αυτό γιατί με το να συνομιλούμε με την Τουρκία στη βάση ενός διαλόγου δομημένου πάνω στο διεθνές δίκαιο και τις επιταγές του, δεν επιτυγχάνουμε μόνο την ισχυροποίηση των δίκαιων ελληνικών πάγιων θέσεων, αλλά καταφέραμε να παραγάγουμε απτά αποτελέσματα.
Από τις σχεδόν μηδενικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου, μέχρι τη συνεργασία των δύο χωρών στον πόλεμο με τους διακινητές, αλλά και την ουσιαστική συμβολή του ελληνοτουρκικού διαλόγου στην επανεκκίνηση των άμεσων συζητήσεων για το Κυπριακό, η πρόοδος που έχει συντελεστεί τους τελευταίους μήνες στα ζητήματα της λεγόμενης «θετικής ατζέντας» είναι αναμφισβήτητη.
Αν όλα αυτά δεν αποτελούν αληθινά πατριωτική άσκηση εξωτερικής πολιτικής, τότε μάλλον εκείνοι που έχουν συνηθίσει σε εθνικιστικές κορόνες και κενές δηλώσεις πατριδογνωσίας θα έχουν να προτείνουν μια διαφορετική διαχείριση.
Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής εν γένει και πολλώ δε μάλλον το ζήτημα της μιας και μόνης μας διαφοράς με την Τουρκία δεν αποτελούν ευεπίφορο έδαφος για κομματική ψηφοθηρία. Κάθε υπεύθυνη αντιπολίτευση, που σέβεται τον εαυτό της και τη χώρα, οφείλει ιδιαίτερα σε αυτά τα ζητήματα να ενισχύει την εθνική γραμμή και, αν δεν μπορεί, τουλάχιστον ας μην την αποδυναμώνει προς εξυπηρέτηση κενών αντιπολιτευτικών σκοπών που αποβαίνουν, στο τέλος της μέρας, επιζήμιοι για την ίδια τη χώρα.